Iratus
Ανομβρία (Anomvria)
[Intro]
Στην εποχή της υπαρξιακής ασωτίας
Οι άνθρωποι γίναν θύμα της πνευματικής ανομβρίας
Σβήνουνε με πάθος τη φλόγα της δημιουργίας
Ατενίζοντας λάγνα τον καπνό της ανυπαρξίας
[Verse]
Δε βλέπω πια ανθρώπους ερωτευμένους
Βλέπω ζευγάρια που συνήθισαν το μέτριο
Που ζουν με λογική βρέφους
Βλέπω τους ίδιους ανθρώπους να κερατώνουν
Χωρίς να χωρίζουν
Και τους γύρω τόσο οικειοποιημένους
Που το εγκρίνουν
Είναι η εποχή του σφίχτη χίπη
Του σπουδαγμένου ασφαλίτη
Η εποχή που για αποδοχή
Καιν και το ίδιο τους το σπίτι
Η εποχή που’χει πολλή αποχή
Από οποιαδήποτε τέχνη
Η εποχή του
«Δε γαμιέται, ασ'το κι έτσι»
Κι εγώ προσπαθώντας να μείνω υγιής
Βαράω ενέσεις αποχής απ'τα κοινά της εποχής
Δε δίνω δείγματα ανοχής
Στο εργοστάσιο παραγωγής
Συγκαταβατικής σιωπής
Εδώ που ζω όλοι φωνάζουνε χωρίς λόγο
Ορίζουνε την ύπαρξη τους στο αποδεκτό μόνο
Πλασάρονται γι'άντρες
Μα στην ευθύνη μόκο
Για μένα δεν είσαι ό,τι δηλώνεις στον κόσμο
Αν δεν είσαι ειλικρινής
Δε με νοιάζει αν το ζεις στο δρόμο
Και είναι κακό που πια δε βλέπω
Κάποιον που θέλω να μοιάσω
Ξέχασα πώς είναι να ζηλεύω
Και γι’αυτό να γράφω
Στην εποχή του σκάψε τάφο
Δε βγαίνω ούτε να σε θάψω
[Outro]
Το μόνο πράγμα που πλέον δε μου λείπει
Είναι να βλέπω στα μάτια του κόσμου ένα «Πόσο μου λείπει»
Σε τι πράγμα αναφέρονται
Το ξέχασαν κι οι ίδιοι
Αόριστο
Σα ν'ακούς κλειδιά και να ρωτάς
«Γύρισες σπίτι;»
Βρίζει το λουλούδι στη γλάστρα που δεν ανθίζει
Βαφτίζει παρά φύσιν ό,τι δεν καταλαβαίνει και γνωρίζει
Φωνάζει για το ποιον θέλει να δείρει
Μα για όποιον αγαπάει το ψιθυρίζει