[Verse]
Ξενιτιά και άδειες σχέσεις, μια τάση να πέσεις
Κι ένας νους με υποσχέσεις ότι θα ξεμπλέξω σύντομα
Ένα σήμερα θολό, ένα όραμα ποταπό
Κι ένα κοινό τόσο μικρό, που δεν μπορείς να το διαιρέσεις
Οι εκκρεμότητες σαν γάντζοι
Στο περβάζι ο δαίμονάς μου να τρομάζει όποιον πλησιάζει να με μάθει ειλικρινά
Μα δεν πειράζει, εγώ να συμφωνώ σιωπηλά
Γιατί πραγματικά από 'δω, δεν βρίσκω νόημα σε κάτι
Στη καλύτερη ηλικία κουρασμένος, μαγκωμένος στο κρεβάτι
"Η κοινωνία δεν με νοιάζει, εγώ θα γίνω επαναστάτης", είπα
Κι ήπια το χάπι της αγάπης, να νιώσω μέρος της μάχης όσο χάνεται το μάτι μου
Αγάπη μου, πού να 'σαι;
Όλους τους ρώτησα
Πέντε χρόνια ζόριζα τη πλάτη μου με βάρη που δεν διορθώσανε τίποτα
Με νίκησε η βαρύτητα, και δε βημάτιζα τόσο γρήγορα όσο εσύ
Με μισώ τόσο πολύ, που αν έτυχε κάποια στιγμή κάποια να πέρναγε τα τείχη μου
Ένιωθα μόνο θλίψη που είναι τόσο χαζή
Κι όλο ακούγανε οι φίλοι μου, πώς προσπαθεί για κάποιον τόσο ηλίθιο
Κι έφευγε όπως ήρθε
Ο καιρός όμως αλλάζει, ο ήλιος επιφυλάσσει φως για όλους
Κι ήρθε να πάρει τους φόβους μου, έτσι εύκολα
Έπιασε το δαίμονα από τα κέρατα, έφτιαξε τον Δούρειο Ίππο της και έκαψε ό,τι τείχος έχτιζα
Σαν έρωτα ταινίας, στον προσωπικό μου πόλεμο
Γλυτώνω από το overdose, κι εμφανίζεται πάνω στην άκρη της λεπίδας
Ο κόσμος γίνεται όμορφος σε λίγα χαμόγελα
Και βρήκα πώς θα πέσει ο Μινώταυρος
Λαμπόγιαλο τα κόμπλεξ, αν δεν το'δες, δεν σε πείθω
Μες σε τόσες, πού τη βρίσκω τέτοια ύπαρξη;
Από πού κι ως πού αξίζω τέτοια λύτρωση;
Και συλλογίζομαι, από πού κι ως πού εμένα η μοίρα με προσέχει
Και μου φέρνει τέτοιο άνθρωπο, από 'κείνες που ο διάλογος περισσεύει
Από 'κείνες που θα γίνεις ό,τι θέλει
Είναι άρρωστο, μα ξέρει ότι είσαι μάρμαρο και σε σμιλεύει στοργικά κι αργά, όπως εκείνη επιθυμεί
Το μέλλον σου παίρνει μορφή όταν σε χαϊδεύει
Ενώ αυτή δεν έχει ανάγκη να της γράψεις, τα μάτια σου είναι τέχνη
Από 'κείνες που θα μείνουν όσο πρέπει
Από 'κείνες που δεν εκτιμάς όταν θα εμφανιστεί
Για αυτό και σήμερα, ένα χρόνο από το σμίλευμα, δεν πίνω τίποτα και νιώθω τόσο δυνατός
Γιάτρεψε το σκοτάδι μου με φως, και χαμογελαστός βλέπω τον κόσμο, βρήκα λόγο να μη μείνω καθιστός
Η μουσική πάει καλά, τα βρήκα με τους δικούς μου
Κι ό,τι φίμωνε τον νου μου δραστικά εκείνη το 'κοψε μαχαίρι
Μου θύμισε πως όλα είναι στο χέρι μου
Και με 'πιασε απ' το χέρι, να πάμε όπου μας πηγαίνει
Η μάνα μου τη λάτρεψε, ο πατέρας μου ζηλεύει
Οι δικοί της δείχνουν ενθουσιασμένοι με τη πάρτη μου
Και κάτι μου λέει ότι όλο είναι αληθινό, γιατί μου καίει το δέρμα όταν με πιάνει απ' τον καρπό
"Μη ταράζεσαι", μου γνέφει, κι ηρεμώ
Μπήκα στην έρημο γυμνός και μου 'δωσε το πανωφόρι της
Μέσα από τις κόρες της βρήκα το πώς θα βγω
Με κατεβάζει απ' τον σταυρό, κι ανεβαίνει πάνω μόνη της
Πάνω στη δοκό τρέμουν οι ώμοι της, μα μένει
Δεν τη νοιάζει, για το αγόρι της, θα το κάνει κι αυτό
Μου ξεραίνει τον λαιμό, γιατί η ζεστασιά που φέρνει είναι πρωτόγνωρη και ξένη (για αυτό πάω να τρελαθώ)
Για αυτό πάω να τρελαθώ
Αφού δεν ξέρω αν στα αλήθεια υπήρχε εν τέλει
Είναι κουρέλι το μυαλό μου, μα πιστεύει ότι όντως φιληθήκαμε
Κι ότι αγαπηθήκαμε, μα πιάσανε τα κρύα και λογικά θα αποδήμησε
Άρα αν είσαι αληθινή, κανείς δεν ξέρει (κανείς δεν ξέρει)
Άρα αν είσαι αληθινή, κανείς δεν ξέρει
Άρα αν είσαι αληθινή, κανείς δεν ξέρει