Dof Twogee (GRC)
Στο Μέτωπο (Sto Metopo)
[Verse 1]
Έγχρωμα όνειρα σε γκρίζο κάδρο κι εγώ τ' ανάβω
Είμαι εγωιστής και θέλω να προλάβω
Οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου είναι τώρα
Φίλιππε, θυμάσαι πως σκοτώναμε την ώρα;
Αλητεία, ραπ, στο μπαλκόνι push-ups
Κερκίδες από το Μαρόκο κι εσύ να τραγουδάς
Ο κόσμος μας είναι γεμάτος παιδιά
Που 'χουνε όνειρα και κάνουνε τα πάντα γι' αυτά
Κρύβουνε την αλυσίδα με το μαύρο στην κουζίνα
Κι όταν τους ρωτάνε, απαντάνε «Δεν τον είδα»
Κοιτάν τον ουρανό ανάμεσα από κεραίες
Περιτριγυρίζονται από κακές ιδέες
Σκέφτονται πολύ, δεν κοιμούνται πολύ
Κι ερωτεύονται γυναίκες που ακούνε μουσική
Ταϊλάνδη εκδρομές και γυμνές αγκωνιές
Σκοινάκι στην ταράτσα, στα καλάμια μελανιές
Παιδιά από ατσάλι, στην Ελλάδα του σήμερα
Διαλέγουνε αθλήματα όλο και πιο επίπονα
Μη μου ρουφιανέβεις τι λένε για 'μένα
Πες μου γιατί νιώσαν την άνεση και το 'πανε σ' εσένα
Για κάθε μια γωνία έχω και μια ιστορία
Στη Θεσσαλονίκη ζήσαμε δέκα ζωές σε μία
Δε μου φτάνει ένας δίσκος άμα πω να τα πω
Εδώ διψάνε κι οι αγγέλοι για ένα κλικ ουρανό
Σε περίμενε η δικιά σου, Πηνελόπη σωστή
Τρία χρόνια επισκεπτήρια και υπομονή
Πρόσεχε την αδερφούλη σαν τα μάτια σου, λοιπόν
Τα διαμάντια είναι σπάνια στον κόσμο των κακών
[Chorus]
Πώς τη βγάζεις, τι πίνεις; 19 χρονών διαρρήκτης
Ανυπότακτος εργάτης, φιλοπόλεμος πολίτης
Σαν να βγήκαμε από την ίδια μήτρα
Σαν να μας φίλησε στο μέτωπο η νύχτα
Βγάζει και σπρώχνει και πόσο το δίνει;
Συντηρεί τη μάνα του και παίρνει την ευθύνη
Σαν να ζούμε σε ίδια στριμωγμένα σπίτια
Σαν να μας φίλησε στο μέτωπο η νύχτα
[Verse 2]
Ακούνε ραπ στους συνδέσμους, επιτέλους
Γιατί άκουσαν λόγια μπλεγμένων σε μπλεγμένους
Κάθε άγιος έχει το παρελθόν του
Πάντα θα κουβαλάει τη φήμη των ημερών του
Ο Βούλγαρος απ' την Κασσάνδρου ήτανε τεμπέλης
Ως που την άκουσε να γίνει ελαφροχέρης
Έκοψε τον αντίχειρα να μπορεί να ψειρίζει
Κωλότσεπες αφελών ανάμεσα στο στριμωξίδι
Δούλευε σ' ένα γραφείο τελετών
Αλλά είχε αδυναμία στα χρυσά των νεκρών
Φορές αναρωτιέμαι μήπως βλέπω ταινία
Κι όταν πέσει η αυλαία θα 'ναι όλα αστεία
Κι όμως, κάποια πράγματα δεν είναι αληθινά
Μέχρι να βρείς το θάρρος να τα πεις φωναχτά
Έχω δυο στώματα να θρέψω ενώ δεν έχω παιδιά
Είν' ευλογία να ζυγίζεις τον εαυτό σου σωστά
Είμαι απ' τη φτώχεια μα ορκίστηκα να μην την ξαναζήσω
Τόσοι όρκοι πατημένοι, αυτόν λέω να τον κρατήσω
Βαράω αϋπνίες, σκέφτομαι φωναχτά
Κι η γκόμενά μου αναρωτιέται αν κοιμήθηκα καλά
Γράφω το «Άντε γαμηθείτε» των νέων Ελλήνων
Την περιγραφή εκείνων όλων των χαμένων ύπνων
Έτυχε ν' ανήκουμε στη γενιά αυτή
Που θα τη βγάλει χωρίς σύνταξη μπροστά στο γυαλί
Ποιος γαμάει τους λίγους και τους αληθινούς;
Είναι ραπ για πολλούς και ψιλιασμένους, τ' ακούς;
Ο κόσμος υπερβάλλει απ' την καλή του τη καρδιά
Λέει «Πείτε τα, ρε ήρωες, μας δίνετε φτερά»
Μάγκες, ήρωες δεν είναι όσοι γράψαν δυό αράδες
Ήρωες στον τόπο μου είναι οι πακετάδες
Κι άμα θέλει να τιμήσει τους μεγάλους η χώρα
Ένα άγαλμα την Ευτυχία και τον Πυθαγόρα
[Chorus]
Πώς τη βγάζεις, τι πίνεις; 19 χρονών διαρρήκτης
Ανυπότακτος εργάτης, φιλοπόλεμος πολίτης
Σαν να βγήκαμε από την ίδια μήτρα
Σαν να μας φίλησε στο μέτωπο η νύχτα
Βγάζει και σπρώχνει και πόσο το δίνει;
Συντηρεί τη μάνα του και παίρνει την ευθύνη
Σαν να ζούμε σε ίδια στριμωγμένα σπίτια
Σαν να μας φίλησε στο μέτωπο η νύχτα