Portishead
Η Μεθυσμένη Πριγκίπισσα (I Methismeni Prigkipissa)
[Intro]
Έρχονται μερικές μέρες που απλά δε με χωράει ο τόπος...
Και πάω ταξίδια... Με τρένα, αεροπλάνα, ΚΤΕΛ...
Απλά και μόνο για να δω άλλο κόσμο, να πω την ιστορία της ζωή μου σε άτομα που ίσως να μην ξαναδω ποτέ
Αυτή ήταν μια από κείνες τις μέρες κι αυτό ένα από κείνα τα ταξίδια...
Τη γνώρισα κάπου βόρεια, αν και είχα ακούσει πάρα πολλά για κείνη...
Ένα από κείνα τα έρημα βράδια που στο σκοτάδι σκεφτόμουνα μόνος
Γύρω μου παψανε να περιστρέφονται χώρος και χρόνος
Συγχρόνως η καρδιά μου κατέβασε χτύπους
Κι ένιωσα τόσο ευάλωτος, της μοναξιάς μου αιχμάλωτος
Και από κείνη με χώριζε ακόμα ένας δρόμος αδιάβατος
Βρισκόταν στη μέση ενός βιβλίου που ίσως δεν είχα διαβάσει
Ίσως είχα ξεχάσει απλώς πως δίπλα μου κάποτε είχε περάσει
Επέλεξα στο κάλεσμα της ν' ανταποκριθώ
Κι έτσι βρέθηκα με μια βαλίτσα στο χέρι στο σταθμό στις οκτώ
Η ιστορία έχει να κάνει μ' αμοιβαίες συμπάθειες και αντιπάθειες
Και σε ένα χαρτί με λίγο μελάνι στα 'γραψα να τα διαβάζεις αν χάθηκες
Μα εσύ ξεχάστηκες και σίγουρα κρύφτηκες σ' ένα αδιάφορο γέλιο
Ικετεύοντας να σε αγγίξει κάτι παράφορο
Χαζεύεις από το παράθυρο, βγαίνεις στο δρόμο να ψάξεις για κάτι ζεστό
Και στο χέρι κρατάς το ποτήρι, το λάθος επικίνδυνα μοιάζει σωστό
Ζαλισμένη για να ηρεμήσεις έγειρες πάνω στο σκαλοπάτι
Είσαι τόσο γλυκιά μα κανένας δε στάθηκε δίπλα σου για να το μάθει
[Ρεφρέν]
Ήθελε τόσα να σας πει μα όλο μπέρδευε τα λόγια της
Και σεις ψάχνατε μόνο πως να ανοίξετε τα πόδια της
Σας γράφω γι αυτήν γιατί ως τώρα κανένας δε νοιάστηκε
Γιατί ένα βράδυ που ήταν μισοκοιμισμένη μου ψιθύρισε ότι κουράστηκε
Κι ότι έμενε μεθυσμένη για να αντέξει αυτούς που συμπάθησε
Που δεν ήθελαν να τη γνωρίσουν καλά όσο εκείνη και να το προσπάθησε
Κι είναι άδικο τα πάντα σε κάποιον να θέλω να δώσω
Εφόσον εκείνος δε ζήτησε τίποτα μα στα μάτια της το είδα
Ωστόσο ξεσπώ στο τετράδιο και μένω άπραγος πάλι
Αυτή γυρνά και ζαλίζεται τα νιάτα της χαραμίζει σ' αυτή σπατάλη
Με πλήγωσε...
Κάποιες λέξεις επάνω στη μέθη της
Με κάναν να σηκωθώ και να πω
"Δε θα πονάω εγώ για να κάνει το κέφι της"
Μα ήταν τόσο αδύναμη που δε μπορούσα να φύγω απο πλάι της
Έμεινα εκεί κι έδιωχνα τις ανασφάλειες της απ το προσκεφάλι της
Όταν ξύπνησε είχα φύγει χωρίς κουβέντα να χουμε ανταλλάξει
Στο κάτω κάτω δεν περίμενα με λίγα λόγια ν' αλλάξει
Της άφησα ένα σημείωμα που έλεγε
"Η μέθη θα έχει χαθεί το πρωί, μα όσα έχεις πει
Αν πλήγωσαν κάποιον θα είναι ακόμα εκεί"