[Intro]
Ημερολόγιο Μηχανών, ημέρα έκτη:
Το παγωμένο σύρμα μού κόβει τα δάκτυλα,
κι ο κάλυκας αιωρείται ανάμεσα στο κενό και την αιωνιότητα...
«Κάτω το κεφάλι!», μου φώναξες. «Σκύψε! Γονάτισε! Οι μηχανές έχουνε καταλάβει το κέντρο, και οι δειλές ψυχές που φτιάχνανε για χρόνια στο σκοτάδι, πέφτουν σαν άστρα από τα μπαλκόνια της ανάγκης και της περηφάνιας...»
Δε θέλω!
Βλέπω τους ψηλούς σαν τις σκιές, σκοτώνουν στα σοκάκια ξένους, και κάτι γυναίκες ομοιώματα ανθρώπου χαρίζονται...
Χιλιάδες βιασμοί από την τρίτη φάλαγγα.
Οι άρρωστοι εκτελούνται πρώτοι
Νοσοκομεία, κρεματόρια... Το ξεσκρατάλισμα ξεκίνησε...
Άχρωμες και άχρωμοι, στο αίμα που κύλησε από τον πρώτο άγνωστο που πήδηξε το χαντάκι του Έβρου, αναδήθηκαν οι καβαλάρηδες της Αποκάλυψης...
Έλα μαζί μου
Θα σου πω για τη γέννηση και τον θάνατο
Για αγάπη κι ανοχή
Σ' τα γράφω για να τα βρίσκεις, σ' τα ψιθυρίζω για να τ' ακούσεις
Στην Αυλώνα πίσω απ' το τείχος ακούγονται παιδιά
Τραγουδούν ένα τραγούδι για εκείνη τη νύχτα...
Την πιο μεγάλη νύχτα του κόσμου...