Taf Lathos
Γκρίζα Πολιτεία (Gkriza Politeia)
[Intro: Sample]
Τελικά δεν ήταν μια υπόθεση ρουτίνας όπως πίστευα τότε
Τελικά κι ο διευθυντής και τα παιδιά με τα πόδια πάνω στα γραφεία όταν γελάγαν μαζί μου ήταν γιατί βλέπαν μακριά. Όχι όμως τόσο μακριά όσο εκεί που πρόκειται να πάω εγώ τώρα. Γλιστράς μέσα σου κι είναι σα να πέφτεις με αλεξίπτωτο. Μετά κρατάς την αναπνοή σου και πηγαίνεις χωρίς ν' αντιστέκεσαι και θυμάσαι όλους αυτούς που έκαναν το ίδιο πριν από εσένα, όλους αυτούς που πέταξαν στο κενό κάτω από ένα λευκό αλεξίπτωτο. Ένα μάτσο κορόιδα και χαμένους χωρίς μέλλον, δουλειά κι ηλικία.. που κυνηγάνε ακόμα ένα όνειρο με γυναικείο όνομα...
Θα 'χω λοιπόν καλή παρέα απόψε..
[Verse 1: Αλλοπρόσσαλλος]
Καμένη γη μετά το πέρασμα του μαύρου δράκου
Το μέρος που άλλοτε ξεχείλιζε ζωή, κοιτάς τώρα τοπίο θανάτου
Το χειρότερο όνειρο που είδαν ποτέ τώρα σ' επισκέπτεται
Κάτω από στολές κι άστρα κρύβεται, ανθρώπου μορφή πήρε
Πίσω από έδρανα καβατζωμένος να επιβάλλεται ύπουλα
Για ψυχολογικό πόλεμο εκπαιδευμένος άριστα μα
Τα εδάφη που όλοι στεκόμαστε σείονται
Η ατμόσφαιρα μαρτυρά τη ψευτιά
Η καρδιά κι ο νους μας πάλι όπως ποτέ άλλοτε κάτι κάποιοι ψυλιάζονται
Κι άλλοι πρέφα το διάβολο πήραν
Ξέρουν πως ανθρώπινα πάθη φωλιάζει
Κι ανάλογα μεταλλάσσεται
Κάθε από μέταλλο, όπλα, χρήμα μ' αίμα βαμμένο
Γεννά καταστολής μέσα με προσωπικό κι υπηρέτες
Νεκρές συνειδήσεις, αφέντες κι άντρες
Ο δράκος διψά για ψυχές κι ειδικά για αυτές που είναι αμόλυντες
Κατατάσσομαι στον υπόγειο σταθμό
Μας αποκαλούν αλλιώς άγρυπνες οντότητες
Χωμένοι σ' αβύσσους που φως δε φτάνει
Σε κορυφές που η έλλειψη οξυγόνου ίσως να τρελάνει
Μικρόφωνο κρατώ σαν φακό μες στο άπλετο σκότος
Για το επόμενο βήμα μου το ελάχιστο φως
Πάσχει απ' το φαινόμενο domino, μείνουμε όλοι εκτός
Ανέλπιδος ρεαλισμός κι όποιος ποζάρει είναι περιττός
Τώρα απ' τη λυρική μου κάνει να κείτεται νεκρός...
[Verse 2: Άυλος 542]
Χαμένοι νόμοι, ενοποίηση, κόσμος φθοράς
Σκοτώνει μια γενιά που άνθισε μέσα στην ύπνωση
Αγχόνη που σφιχτά τυλίγει το λαιμό
Στοιχειωμένα χαλάσματα και τέφρα
Μάστιγα, λιωμένη κόλαση σ' ένα κουτάλι
Σφαίρα χωμένη στη θαλάμη
Πανικός, πλεκτάνη, μια φορά μονάχα φτάνει
*, μπάσταρδος κι αλάνι
Σε τρελό χορό, σκόνη, κυνήγι δράκου
Φόβος, όλεθρος, θανατικές ποινές μπροστά στο πέρασμα
Φωνές που σε καλούν μες στη διάσπαση
Ηρεμιστικών ακόρεστη κατάπωση
Ωδή στη νεκρανάσταση, φιάλες αίμα, άσπρες κόρες
Γάγγραινα, πληγές, σάπιες επάνω σε ψυχές
Άυλες μορφές και ανασήσταση
Στη διαστροφή φονιάδες μέσα στα καλντερίμια
Ένα στρες, εικόνες βίας
Εναρμονισμός στο κόσμο των δαιμόνων
Όραμα εκτός συνόρων, ψύχωση
Μικρόφωνα και υπογραφές στη σιωπηλή εξέγερση
Ενέσιμη ουσία, ξένη μες στην γκρίζα πολιτεία
Ξένοι μες στη γκρίζα πολιτεία, ξένοι μες στην γκρίζα πολιτεία...
[Verse 3: ΔΠΘ]
Ζωή φυτρώνει μέσα απ' τ' άψυχο τσιμέντο μόνη προκαλώντας πόνο
Ψάχνοντας τ' αντίδοτο που τον σκοτώνει
Μόνο φόνοι, μέσα από χέρι που χαρτιά διπλώνει
Μα τι να πεις για κάποιον άνθρωπο που ακόμα και την ίδια του τη μάνα σπρώχνει;
Ρε στο κάτω κάτω βρώμικοι είμαστε όλοι μέσα στη βρώμικη πόλη
Κινούμενη ασθένεια, μισάνθρωποι ζουν βολεμένοι σαν κώλοι καβατζωμένοι
Αν έχεις κομμάτι μυαλό μπορείς να καταλάβεις τι συμβαίνει
Παραμένω εκείνος που απ' τα λάθη του ακόμα μαθαίνει
Κάθε βήμα που με πάει προς τα πίσω ίσον μια ακόμα μέρα χαμένη
Εδώ που ο δυνατός επικρατεί βλέποντας τον αδύναμο να πεθαίνει
Έχω τόσα πολλά να σκεφτώ για 'μένα κι επιπλέον ένα, το πως θα κρατήσω ψυχραιμία
Βάλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, στη χώρα μου τον λέν' αστυνομία
Με χρώματα μπλε εξαπλώνεται σα γαμημένη επιδημία
Χαρακτηριστικό της εποχής είν' η αλαζονεία
Βουτιά στην παρακμή κάθε λανθασμένη πορεία
Κρύα κτήρια, επήρεια, διαδρομές με διπλοχτυπημένα εισιτήρια
Ένα στα ένδεκα εκατομμύρια ίσον τίποτα
Κι οπωσδήποτε μουλωχτοί που κινούνται ύποπτα
Παντού γύρω μας αξιοπρέπειας καρκίνωμα
Τ' αφήνω μα θα σκάσω μύτη κάποια στιγμή, εκκρεμεί ξεπλήρωμα
Με νόμους που δεν αναγράφονται πουθενά εξοικειωμένοι
Σε στενά που συχνά θυμίζουν λαβύρινθο χωμένοι
Είναι το μη αναμενόμενο γρίφος γι' αυτόν που δεν το περιμένει
Μην αφήσεις να γίνει αντιληπτό λοιπόν πως το χέρι σου τρέμει και φοβάσαι
Χωλαίνει κάθε κίνησή σου, παύεις να λειτουργείς, δεν θυμάσαι
Εξαπατάσαι, κάποτε κάπου χάθηκες μα τώρα να 'σαι και πάλι
Το στρες προσπαθείς να αποβάλλεις μέσα απ' την κρεπάλη τυφλό κήρυγμα
Δεν ψάχνω στήριγμα, μου φτάνει που έχω πάνω απ' όλα εμένα, πάνω απ' όλα εσένα
Πάνω απ' τα κεφάλια μας υψώνονται πολυόροφα ασφυκτικά στοιβαγμένα, το φως δεν περνάει
Κάτω απ' τις στέγες τους δρόμους στο σκοτάδι κρατάει
Ασήμαντος σα να 'σουνα σκουπίδι αν βρεθείς κάτω το πλήθος σε πατάει αλύπητα και προσπερνά δίχως καν να κοιτάει πίσω
Κι ίσως να μην επιθυμήσω κάποια πρόσωπα που θέλω απ' τη μνήμη να σβήσω
Στην ηχορύπανση διαρκώς τα νεύρα σπάνε
Θλιμμένα βλέμματα που κρεμασμένα απ' τις σκαλωσιές μας κοιτάνε
Μοιάζουν πουλιά που χρόνια τώρα φυλακισμένα έχουν ξεχάσει να πετάνε
Ψάχνοντας αγάπη εδώ που ζεις χάνεις τον χρόνο σου
Στα δύσκολα καταλαβαίνεις πως πάντα είσαι μόνος σου
Εσύ και το άχρωμο τοπίο σου, εσύ, ο εαυτός σου κι η ψεύτικη εικόνα σου πριν ξαπλώσεις μες στο φορείο σου