[Verse 1: 12ος Πίθηκος]
Tο έτος 20-12 οι άνθρωποι είναι οι ληστές
Κάθε ίχνος ανθρωποιάς χάνεται μέρες σκοτεινές
Ο φόβος κυριαρχεί στην έλλειψη του χρήματος
Βιασμός κάθε συναισθήματος, κάθε νομίσματος
Παγωμένα βλέμματα στην παγκόσμια ανάγκη
Για ειρήνη όλα δείχναν' πως κάτι κακό θα γίνει
Οι θρησκείες φανατίζαν συνειδήσεις
Στην τηλεόραση κοιμίζαν τρομοκρατικά με ειδήσεις
Παντού χάος, το πετρέλαιο ακριβαίνει, το νερό στερεύει
Το χρήμα στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας ανεβαίνει
Μπαίνει κρύο στις καρδιές, χαμόγελα κομμένα
Τα κατάφεραν γονάτισαν τον κόσμο σε ένα ψέμα
Στο όνομα του συμφέροντος πάλι χύνεται αίμα
Παγκόσμια οικονομική κρίση το κύριο θέμα
Δεν υπάρχει κανένα νόμισμα πλέον στον αέρα, χημικά
Έφτασε ο τρίτος παγκόσμιος τελικά
Λαοί εναντίον λαών, συμμαχίες χωρών
Συντριβή των αδύναμων, κυριαρχία των δυνατών
Άμεσος στόχος ο αποδεκατισμός των φτωχών
Παντού φόβος απ' τους κρότους των βομβαρδισμών
Φρικτό παρόν, θυμίζει ταινίες που μας δείχναν στο παρελθόν
Στην ουσία, ήταν το μέλλον, μα εμείς τρώγαμε pop corn
Τώρα ακούω φωνές, κλάματα σωτηρίας
Η καθημερινότητα στο σενάριο της ταινίας
Αρρώστιες, πείνα, δίψα κίνδυνος πλανήτης Γη
Χωρίς χώρα, χρήμα, πατρίδα τώρα η ζωή
Εκατομμύρια οι νεκροί, νικητές του πολέμου αυτοί
Οι σκοτεινοί χαρακτήρες βάλαν' μάτι στην κορυφή
Δεν υπάρχουν κυβερνήσεις, δεν υπάρχουν κράτη
Μόνο θάνατος μυρίζει, δεν υπάρχει αγάπη
Το έτος 20-30 είπαν βρέθηκε η λύση
Ώστε η οργή μας κι ο πόνος να σταματήσει
[Spoken Interlude: 12ος Πίθηκος]
Φτάσαμε στο σημείο 0
Η ανθρωπότητα δέχτηκε τεράστιο πλήγμα...
Είπαν πως ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε σ' έναν κόσμο που έχει χάσει κάθε αξία
Είναι να βάλουμε ένα τσιπάκι στο χέρι μας
Για να μπορούμε να τρώμε, να μπορούμε ν' αναπνέουμε
Για να είμαστε κι εμείς μέλη της νέας τάξης πραγμάτων
[Verse 2: 12ος Πίθηκος]
Το είδα στα μάτια μου μπροστά να συμβαίνει
Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ο νους να πεθαίνει
Ήταν η εύκολη λύση επιβίωση πριν τη δύση
Δέξου το και συ ο πόνος να σταματήσει, να σβήσει
Αν θέλεις μια καινούρια, έναν νέο κόσμο, κάν' το
Και μπαίναν στη σειρά ο ένας μετά τον άλλον
'Οταν έφτασε η δική μου με φωνάξανε έμεινα άφωνος
Το μόνο που σκεύτηκα ήταν «Ελευθερία ή θάνατος»
Αρνήθηκα, έπειτα κυνηγήθηκα
Διώχτηκα, χτυπήθηκα, μυστικά βασανίστηκα
Αφέθηκα ελεύθερος μα καταδικασμένος
Μόνος σαν φάντασμα να τριγυρνάω ξένος μέσα σε ξένους
Απαγητευμένος πλέον σηκώνω το κεφάλι μου
Μα βλέπω πως αρνήθηκαν κι άλλοι κι έρχονται πλάι μου
Η πόλη, σκοτεινή, γκρεμισμένη, κρύα
Εμείς θηράματα για πλούσια λυσσασμένα θηρία
Αποφασίσαμε να φύγουμε μακριά, στη φύση, στα βουνά
Όσο γίνεται πιο ψηλά όταν το ένστικτο της επιβίωσης σε χτυπά
Είν' η στιγμή που η αγέλη έρχεται πιο κοντά
Ήτανε βράδυ, κοινηθήκαμε μυστικά
Σιωπηλά με όσα τρόφιμα μας είχαν απομείνει
Φορτωμένα στην πλάτη, φυγάδες από κάτι
Που μια ζωή μας λέγαν, στο μέλλον θα μας ανήκει
Πάνε μέρες που ταξιδεύουμε κάτω απ' τη σκιά
Βλέπεις το μάτι δεν κοιμάται, παρακολουθεί στενά
Το ξέραν απ' την αρχή, είχαν προηγηθεί
Είχαν τον τέλειο δολοφόνο, τον άνθρωπο μηχανή
Η μόνη του αποστολή «Κυνήγησε, βρες, εκτέλεσε.»
Κι εφόσον δεν έχεις τσιπάκι μέσα σου, θα φαίνεσαι
«Μην κρύβεσαι!», φώναξε η φωνή κι ύστερα σφαίρες
Ψυχές να αφήνουν σώματα σε λάσπες ματωμένες
Σ' ένα δάσος τρέχω
Αυτό θυμάμαι, να τρέχω, δεν ξέρω πού πάω
Ήχος απ' τις σφαίρες τρυπάει τα αυτία μου
Πέφτω, χτυπάω, σέρνομαι, ξανασηκώνομαι
Μα ο φόβος έχει παραλύσει τα γόνατά μου
Η καρδιά μου πάει να σπάσει, η ανάσα μου μ' αφήνει
Δεν αντέχω άλλο, ας γίνει ό,τι είναι να γίνει
Ξαπλώνω ελεύθερος είμαι ένα με τη Γη
Κλείνω τα μάτια μου και ξαφνικά σιγή
[Verse 3: 12ος Πίθηκος]
Ανοίγοντας τα μάτια μου όλα ήταν σκοτεινά
Όλα κρύα, νοιώθω την υγρασία να με τρυπά
Στο βάθος μια θολή λάμψη το πρόσωπο χτυπά
Και με τραβάει όσο ποτέ κοντά της η ζεστασιά
Είναι φωτία. Βλέπω καλά;
Κοιτάζω γύρω μου και μοιάζει με σπηλιά
Σιγά-σιγά, κάνω βήματα μπροστά
Διακρίνω πρόσωπα μα τα πάντα είναι θολά
«Επέζησες», μου είπε μια φωνή, μόνο αυτό
Κι εγώ γύρισα αυτομάτως και είπα «Ευχαριστώ»
Απάντησε είματε λίγοι μα ελεύθεροιείναι σκληρό
Θα τα καταφέρουμε μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό
Η φύση βρίσκει τρόπο να σε ταΐσει
Γίναμε ένα μαζί της αφήσαμε πίσω τα μίση
Κριμένη την ανατολή ελεύθερη τη δύση
Ο χρόνος έδειχνε σχεδόν σαν να 'χε σταματήσει
Μα όσο περνόυσε ο καιρός, ορατός ο σκοπός
Υπήρχε αλληλεγγύη, η αγάπη και σεβασμός
Οι αντίξοες συνθήκες και λαχτάρα για ζωή
Κάναν' τον άνθρωπο στο περιβάλλον να προσαρμοστεί
Μοιάζει σαν χτες μα έχουν κλείσει οι πληγές
Εναλλάσονται οι εποχές, κοινωνίες σε σπηλιές
Ξεδιπλώθηκαν ψυχικές αρετές
Πέρασαν δύσκολα χρόνια υπό συνεχείς απειλές
Το έτος 20-60 ελευθερία ακόμα
Πατέρας μας ο ουρανός και αδερφός το χώμα
Υπήρξε φυσική ροή μ' εξέλιξη ανήθικη
Ζώντας σε σπηλιές σιγά-σιγά γίναμε πίθηκοι
Είμαι γέρος, μ' ακόμα κρατάω το όπλο μου
Με κάρβουνο γράφω πάνω στην πέτρα. είναι ο λόγος μου
Να σας διηγηθώ ένοιωσα το καθήκον
Το πώς μας έσωσε η νόσος των πιθήκων - αφύπνιση