Bong Da City (GRC)
Mangekyou Sharingan
[Verse 1: Tsaki]
Ζω με υποκατάστατα, το πρόβλημα δε λύνω μα αναβάλλω
Αφού δεν έμαθαν τη συμπεριφορά, μα αλλού κοιτάω
Θα δεις τα μάτια μου κλειστά όταν αληθινά γελάω
Γιατί δεν ξέρω τι συναίσθημα θα πρέπει να φοράω
Αρνούμενος, προκατειλημμένος μα αποσπούμενος από ηδονή
Κακόφημα κινούμενος στο βάλτο από ζωή
Με ρίξανε στη σφαίρα που γεννιέσαι με ανθρώπινη μορφή
Μοίρα που φτιάχνουν οι θεοί
Όπου τυχαία κατανομή, όλοι οι κομπάρσοι σχετικοί
Μια γνώμη που αλλάζει όταν κάποιος επιβληθεί
Αυτό το παιχνίδι το χω 'δει, δε με μαγεύει και πολύ
Ξέρω το τέλος, και το τέλος το καλύπτει μια αρχή

[Verse 2: Μάνι]
Και τιμωρεί σαν το χέρι του θεού τον αυτόχειρα
Όταν προτού να πέσει πεθαίνει από συγκοπή
Αναζητούμε αφορμή για να ξεφύγουμε απ'το βάλτο
Αναμενόμενο και συνοχής αποτέλεσμα
Κι αν όλα έχουν τη τιμή τους, φέρτε κάποιον να προσφέρω
Ένα ποσό για τη σιωπή τους, η μισή ντροπή δική τους
Πως κατάντησα, να επιβιώνω με τεχνάσματα
Χάθηκα μέσα σε φάσματα με τα χαρακτηριστικά νου να θυμίζουν τα φαντάσματα
Δεν άλλαξα το τρόπο που ξεφεύγω (απ'το κτήνος)
Δίνω σάτειρα, ζω σε συχνότητες εγκέλαδου, τρελάθηκα
Κι όταν οι κόσμοι μας χαθούνε, θα βρεθείς ενώπιον σ'ό,τι εξαταπάτησες
Υγιής τόπος, χώματα λερωμένα με φθόνο
Θα φτύνω το αντίδοτο στο φόβο, για όσους ζουν ακόμη μες στο κόλπο
[Verse 3: Tsaki]
Το βλέμμα κάτω, βαδίζω σ'ένα κόσμο τόσο εύθραυστο
Τόσο μικρό κι ανέπαφο, νιώθω με καταστρέφει
Τα ξύδια τα 'κοψα γιατί ο αληθινός μου εαυτός
Βαρέθηκε κομμάτια πάντα να με βλέπει
Έχει σκοτάδι κάθε βήμα, σιγουρεύω προς τα μπρος πως είναι
Αφού το έδαφος δε νομίζω πως κάτω υπάρχει
Κι έτσι βουλιάζοντας το δήθεν η καρδιά μου άρρυθμα χτυπά
Και νιώθω πως είναι έτοιμη να σπάσει
Το φοβάμαι, κι όσο με θυμάται προχωράμε
Η ανάσα μου βαριά, οξυγόνο δεν απορροφάται, με πονά
Γεννήθηκα να φέρω συμφορά, κινούμμενος με μια φορά αντίθετη από αυτή που κοιτά
Όσο η κόλαση γερνά, δαίμονες κινούνται σιωπηλά
Δαίμονες κοντά απειλητικά, ψάχνουν για εκδίκηση
Μα εκδίκηση δε βρίσκουν πουθενά
Βλέπουν τη κόλαση πατρίδα που τους έκανε στοιχειά

[Verse 4: Μάνι]
Την χαραμίσαμε για στιγμές ηδονής, είναι ο κίνδυνος, αθόρυβος, κυνηγός, εραστής
Αλησμόνητη μνήμη για άφθονη θλίψη, μα συμπτωματικά σκάνε μαζί σε κάθε βήμα
Αποφεύγω πειρασμούς, ανοίγω οφθαλμούς, ανασύρω τους νεκρούς από το τάφο
Και τους μεταδίδω φως, τα χείλη μου στα χείλη σου θεός και δαίμονας
Έτσι μεγάλωσα, φοβίες ανατρέφοντας
Τι προσπαθείς και είναι μάταιο, μέσα σ'αυτό το κάτασπρο δωμάτιο
Φωνές όταν ανακατεύουμε το στρες με τα ψυχολογικά μας
Πόροι καταστροφής της γενιάς μας
Κι έχω την κάψα να ζυγίσω τις τύψεις σας
Μες στο λιοπύρι της Αθήνας παγωνιά, τροφή στα μίση σας
Με πνίγουν οι έννοιες μα πνίγω το πλανήτη σας
Κι ακόμα ζω για να αμφιβάλλω