[Κουπλέ 1]
Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετρά τη γη
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά!
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά!
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά!
[Κουπλέ 2]
Εκεί μέσα εκατοικούσες
Πικραμένη, ντροπαλή
Κι ένα στόμα καρτερούσες
Έλα πάλι, να σου πει
Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα
Και ήταν όλα σιωπηλά
Γιατί τάσκιαζε η φοβέρα
Και τα πλάκωνε η σκλαβιά
Γιατί τάσκιαζε η φοβέρα
Και τα πλάκωνε η σκλαβιά
Γιατί τάσκιαζε η φοβέρα
Και τα πλάκωνε η σκλαβιά
[Κουπλέ 3]
Δυστυχής! Παρηγορία
Μόνη σου έμενε να λες
Περασμένα μεγαλεία
Και διηγώντας τα να κλαις
Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
Φιλελεύθερη λαλιά
Ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
Από την απελπισιά
Ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
Από την απελπισιά
Ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
Από την απελπισιά
[Κουπλέ 4]
Κι έλεες: πότε, α! πότε βγάνω
Το κεφάλι από τς ερμιές;
Κι αποκρίνοντο από πάνω
Κλάψες, άλυσες, φωνές
Τότε εσήκωνες το βλέμμα
Μες στα κλάματα θολό
Και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα
Πλήθος αίμα Ελληνικό
Και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα
Πλήθος αίμα Ελληνικό
Και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα
Πλήθος αίμα Ελληνικό
[Κουπλέ 5]
Με τα ρούχα αιματωμένα
Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
Να γυρεύεις εις τα ξένα
Άλλα χέρια δυνατά
Μοναχή το δρόμο επήρες
Εξανάλθες μοναχή
Δεν είν' εύκολες οι θύρες
Εάν η χρεία τες κουρταλεί
Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια
Άλλ' ανάσασιν καμιά
Άλλος σου έταξε βοήθεια
Και σε γέλασε φρικτά
Αλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου
Οπού εχαίροντο πολύ
Σύρε νάβρεις τα παιδιά σου
Σύρε ελέγαν οι σκληροί
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
Και ολοκλήγορο πατεί
Ή την πέτρα ή το χορτάρι
Που τη δόξα σου ενθυμεί
Ταπεινότατη σου γέρνει
Η τρισάθλια κεφαλή
Σαν πτωχού που θυροδέρνει
Κι είναι βάρος του η ζωή
[Κουπλέ 6]
Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει
Κάθε τέκνο σου με ορμή
Που ακατάπαυστα γυρεύει
Ή τη νίκη ή τη θανή
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά!
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά!
[Κουπλέ 7]
Μόλις είδε την ορμή σου
Ο ουρανός, που για τς εχθρούς
Εις τη γη τη μητρική σου
Έτρεφ' άνθια και καρπούς
Εγαλήνευσε και εχύθη
Καταχθόνια μία βοή
Καταχθόνια μία βοή
Και του Ρήγα σου απεκρίθη
Πολεμόκραχτη η φωνή
[Κουπλέ 8]
Όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
Χαιρετώντας σε θερμά
Και τα στόματα εφωνάξαν
Όσα αισθάνετο η καρδιά
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
Του Ιονίου και τα νηστιά
Και εσηκώσανε τα χέρια
Για να δείξουνε χαρά
Μ' όλον πούναι αλυσωμένο
Το καθένα τεχνικά
Και εις το μέτωπο γραμμένο
Έχει: Ψεύτρα Ελευθεριά
Γκαρδιακά χαροποιήθη
Και του Βάσιγκτον η γη
Και τα σίδερα ενθυμήθη
Που την έδεναν και αυτή
Απ' τον πύργο του φονάζει
Σα να λέει σε χαιρετώ
Και τη χήτη του τινάζει
Το Λεοντάρι το Ισπανό
Ελαφιάσθη της Αγγλίας
Το θηρίο, και σέρνει ευθίς
Κατά τ' άκρα της Ρουσίας
Τα μουγκρίσματα τς οργής
Κατά τ' άκρα της Ρουσίας
Τα μουγκρίσματα τς οργής
Κατά τ' άκρα της Ρουσίας
Τα μουγκρίσματα τς οργής
Εις το κίνημά του δείχνει
Πως τα μέλη είν' δυνατά
Και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
Μια σπιθόβολη ματιά
[Κουπλέ 9]
Σε ξανοίγει από τα νέφη
Και το μάτι του Αετού
Που φτερά και νύχια θρέφει
Με τα σπλάχνα του Ιταλού
Και σ' εσέ καταγυρμένος
Γιατί πάντα σε μισεί
Έκρωζ' έκρωζε ο σκασμένος
Να σε βλάψει, αν ημπορεί
Άλλο εσύ δε συλλογιέσαι
Πάρεξ που θα πρωτοπάς
Δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
Στες βρισιές οπού αγρικάς
Δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
Στες βρισιές οπού αγρικάς
Δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
Στες βρισιές οπού αγρικάς
Σαν τον βράχον οπού αφήνει
Κάθε ακάθαρτο νερό
Εις τα πόδια του να χύνει
Ευκολόσβηστον αφρό
[Κουπλέ 10]
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
Θα σας μείνουνε ανοιχτά
Για να κλαύσετε τα σώματα
Που θε νάβρει η συμφορά
Για να κλαύσετε τα σώματα
Που θε νάβρει η συμφορά
Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
Του πολέμου αναλαμπή
Το τουφέκι ανάβει, αστράφτει
Λάμπει, κόφτει το σπαθί
Το τουφέκι ανάβει, αστράφτει
Λάμπει, κόφτει το σπαθί
Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
Και στο κάστρο ν' ανεβεί
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
Και στο κάστρο ν' ανεβεί
Μέτρα είν' άπειροι οι φευγάτοι
Οπού φεύγοντας δειλιούν
Τα λαβώματα στην πλάτη
Δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν
Τα λαβώματα στην πλάτη
Δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν
Τα λαβώματα στην πλάτη
Δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν
[Κουπλέ 11]
Εκεί μέσα ακαρτερείτε
Την αφεύγατη φθορά
Να, σας φθάνει, αποκριθείτε
Στις νυκτός τη σκοτεινιά
Να, σας φθάνει, αποκριθείτε
Στις νυκτός τη σκοτεινιά
Αποκρίνονται, και η μάχη
Έτσι αρχίζει, οπού μακριά
Από ράχη εκεί σε ράχη
Αντιβούιζε φοβερά
Από ράχη εκεί σε ράχη
Αντιβούιζε φοβερά
[Κουπλέ 12]
Ακούω κούφια τα τουφέκια
Ακούω σμίξιμο σπαθιών
Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια
Ακούω τρίξιμο δοντιών
Α! Τι νύκτα ήταν εκείνη
Που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
Πάρεξ θάνατου πικρός
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
Πάρεξ θάνατου πικρός
[Κουπλέ 13]
Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
Επετιούντο από τη γη
Όσοι είν' άδικα σφαγμένοι
Από τούρκικην οργή
ΌΣΟΙ ΕΊΝ' ΆΔΙΚΑ ΣΦΑΓΜΈΝΟΙ
ΑΠΌ ΤΟΎΡΚΙΚΗΝ ΟΡΓΉ!
Τόσα πέφτουνε τα θέρι-
-σμένα αστάχια εις τους αγρούς
Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
Εσκεπάζοντο απ' αυτούς
Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
Εσκεπάζοντο απ' αυτούς
[Κουπλέ 14]
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο
Και αναδεύοντο μαζί
Αναβαίνοντας το κάστρο
Με νεκρώσιμη σιωπή
Έτσι χάμου εις την πεδιάδα
Μες στο δάσος το πυκνό
Όταν οτέλνει μίαν αχνάδα
Μισοφέγγαρο χλωυό
Εάν οι άνεμοι μες οτ' άδεια
Τα κλαδιά μουγκοφυσούν
Σειούνται, σειούνται τα μαυράδια
Οπού οι κλώνοι αντικτιπούν
Με τα μάτια τους γυρεύουν
Όπου είν' αίματα πηχτά
Και μες στ' αίματα χορεύουν
Με βρυχίσματα βραχνά
[Κουπλέ 15]
Και χορεύοντας μανίζουν
Εις τους Έλληνας κοντά
Και τα στήθια τους εγγίζουν
Με τα χέρια τα ψυχρά
Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
Βαθιά μες στα σωθικά
Όθεν όλη η λύπη βγαίνει
Και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά
Όθεν όλη η λύπη βγαίνει
Και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά
Τότε αυξαίνει του πολέμου
Ο χορός τρομακτικά
Σαν το σκόρπισμα του ανέμου
Στη πελάου τη μουναξιά
Κτυπούν όλοι απάνου κάτου
Κάθε κτύπημα που εβγεί
Είναι κτύπημα θανάτου
Χωρίς να δευτερωθεί
[Κουπλέ 16]
Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει
Λες και εκείθεν η ψυχή
Απ' το μίσος που την καίει
Πολεμάει να πεταχθεί
Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
Μες στα στήθια τους αργά
Και τα χέρια οπού χουμάνε
Περισσότερο είν' γοργά
Και τα χέρια οπού χουμάνε
Περισσότερο είν' γοργά
[Κουπλέ 17]
Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι
Ουδέ πέλαγο, ουδέ γη
Γι' αυτούς όλους το παν είναι
Μαζωμένο αντάμα εκεί
Τόση η μάνητα και η ζάλη
Που στοχάζεσαι, μη πως
Από μία μεριά και απ' άλλη
Δεν μείνει ένας ζωντανός
Από μία μεριά και απ' άλλη
Δεν μείνει ένας ζωντανός
[Κουπλέ 18]
Κοίτα χέρια απελπισμένα
Πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλές
Και παλάσκες και σπαθία
Με ολοσκόρπιστα μυαλά
Και με ολόσχιστα κρανία
Σωθικά λαχταριστά
Και με ολόσχιστα κρανία
Σωθικά λαχταριστά
[Κουπλέ 19]
Παντού φόβος και τρομάρα
Και φωνές και στεναγμοί
Παντού κλάψα, παντού αντάρα
Και παντού ξεψυχισμοί
'Ηταν τόσοι! Πλέον το βόλι
Εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
Εις την τέταρτην αυγή
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
Και κυλάει στη λαγκαδιά
Και το αθώο χόρτο πίνει
Αίμα αντίς για τη δροσιά
Της αυγής δροσάτι αέρι
Δεν φυσάς τώρα εσύ πλιό
Στων ψευδόπιστων το αστέρι
Φύσα, φύσα εις το σταυρό
[Κουπλέ 20]
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά!
Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι
Δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
Εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
Εις τ' αμπέλια, εις τα νερά
Εις τον ήσυχον αιθέρα
Τώρα αθώα δεν αντηχεί
Τα λαλήματα η φλογέρα
Τα βελάσματα το αρνί
Τρέχουν άρματα χιλιάδες
Σαν το κύμα εις το γιαλό
Αλλ' οι ανδρείσι παλικαράδεσ
Δεν ψιφούν τον αριθμό
Ω τρακόσιοι! Σηκωθείτε
Και ξανάλθετε σ' εμάς
Τα παιδιά σας θέλ' ιδήτε
Πόσο μοιάζουνε με σας
Όλοι εκείνοι τα φοβούνται
Και με πάτημα τυφλό
Εις την Κόρινθο αποκλειούνται
Κι όλοι χάνουνται απ' εδώ
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
Πείναν και Θανατικό
Που με σχήμα ενός σκελέθρου
Περπατούν αντάμα οι δύο
Και πεσμένα εις τα χορτάρια
Απεθαίνανε παντού
Τα θλιμμένα απομεινάρια
Της φυγής και του χαμού
Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία
Που ό, τι θέλεις ημπορείς
Εις τον κάμπο, Ελευθερία
Ματωμένη περπατείς
Ματωμένη περπατείς
[Κουπλέ 21]
Στη σκιά χεροπιασμένες
Στη σκιά βλέπω κι εγώ
Κρινοδάκτυλες παρθένεσ
Οπού κάνουνε χορό
Στο χορό γλυκογυρίζουν
Ωραία μάτια ερωτικά
Και εις την αύρα κυματίζουν
Μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά
[Κουπλέ 22]
Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
Πώς ο κόρφος καθεμιάς
Γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
Γάλα ανδρείας και ελευθεριάς
Μες στα χόρτα, στα λουλούδια
Το ποτήρι δεν βαστώ
Φιλελεύθερα τραγούδια
Σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ
[Κουπλέ 23]
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα αυδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Πήγες εις το Μεσολόγγι
Την ημέρα του Χριστού
Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
Για το τέκνο του Θεού
Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας
Η Θρησκεία μ' ένα σταυρό
Και το δάκτυλο κινώντας
Οπού ανεί τον ουρανό
Σ' αυτό, εφώναξε, το χώμα
Στάσου ολόρθη, Ελευθεριά
Και φιλώντας σου στο στόμα
Μπαίνει μες στην εκκλησιά
[Κουπλέ 24]
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
Χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
Φως το χέρι, φως το πόδι
Κι όλα γύρω σου είναι φως
Το σπαθί σου αντισηκώνεις
Τρία πατήματα πατάς
Σαν τον πύργο μεγαλώνεις
Και εις τέταρτο κτυπάς
Σαν τον πύργο μεγαλώνεις
Και εις το τέταρτο κτυπάς
Με φωνή που καταλείθει
Προχωρώντας ομιλείς
''Σήμερ' άπιστοι, εγεννήθη
Ναι, του κοσμου ο Λυτρωτής.''
Αυτός λέγει... Αφοκρασθείτε:
Εγώ είμ' Αλφα, Ωμέγα εγώ
Πέστε, που θ' αποκρυφθείτε
Εσείς όλοι, αν οργισθώ;
Η γη αισθάνεται την τόση
Του χεριού σου ανδραγαθιά
Που όλην θέλει θανατώσει
Τη μισόχριστη σπορά
Την αισθάνονται, και αφρίζουν
Τα νερά, και τ' αγρικώ
Δυνατά να μουρμουρίζουν
Σαν να ρυάζετο θηριό
Κακορίζικοι, που πάτε
Του Αχελώου μες στη ροή
Και πιδέξια πολεμάτε
Από την καταδρομή
[Κουπλέ 25]
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
Κάθε λαρυγγας εχθρού
Και το ρεύμα γαργαρίζει
Τες βασφήμιες του θυμού
Σφαλερά τετραποδίζουν
Πλήθος άλογα, και ορθά
Τρομασμένα χλιμιντρίζουν
Και πατούν εις τα κορμιά
[Κουπλέ 26]
Και εκεί πούναι η Αγία Σοφία
Μες στους λόφους τους επτά
Όλα τ' άψυχα κορμία
Βραχοσύντριφτα, γυμνά
Ένα λείψανο ανεβαίνει
Τεντωτό, λιστομητό
Κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
Και δε φαίνεται και πλιό
Και χειρόστερα αγριεύει
Και φουσκώνει ο ποταμός
Πάντα, πάντα περισσεύει
Πολυφλοίσβισμα και αφρός
Α! Γιατί δεν έχω τώρα
Τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα, την ώρα
Οπού εσβηούντο οι μισητοί
Τον Θεόν ευχαριστούσε
Στου πελάου τη λύσσα εμπρός
Και τα λόγια ηχολογούσε
Αναρίθμητος λαός
Ακλουθάει την αρμονία
Η αδελφή του Ααρών
Η προφήτισσα Μαρία
Μ' ένα τύμπανο τερπνόν
Και πηδούν όλες οι κόρες
Με τις αγκάλες ανοικτές
Τραγουδώντας, ανθοφόρες
Με τα τύμπανα κι εκειές
[Κουπλέ 27]
Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
Και το λάμψιμο του ηλιού
Και τα χρώματα αναδίδει
Του γλαυκότατου ουρανού
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο
Στην ξηρά εσύ ποτέ
Όμως, όχι, δεν είν' ξένο
Και το πέλαγο για σε
[Κουπλέ 28]
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
Και δε μνέσκει ένα κορμί
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη
Που σ' επέταξαν εκεί
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη
Που σ' επέταξαν εκεί
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
Με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή
Και τους έτρεμαν τα χείλη
Και τους έτρεμαν τα χείλη!
ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΈΝΤΡΕΜΑΝ ΤΑ ΧΕΊΛΗ
ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΈΝΤΡΕΜΑΝ ΤΑ ΧΕΊΛΗ
Δίνοντάς τα εις το φιλί
Κειές τες δάφνες που εσκορπίστε
Τώρα πλέον δεν τες πατεί
Τώρα πλέον δεν τες πατεί
Και το χέρι οπού εφιλήστε
Και το χέρι οπού εφιλήστε!
ΚΑΙ ΤΟ ΧΈΡΙ ΟΠΟΎ ΕΦΙΛ'ΗΣΤΕ!
Και το χέρι οπού εφιλήστε!
Πλέον, α! Πλέον δεν ευλογεί
Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος
Ο αρχηγός της Εκκλησιάς
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
Ωσάν νάτανε φονιάς!
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος!
ΚΛΑΎΣΤΕ, ΚΛΑΎΣΤΕ ΚΡΕΜΑΣΜΈΝΟΣ!
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος...
Ωσάν νάτανε φονιάς
[Κουπλέ 29]
Έχει ολάνοικτο το στόμα
Π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
Τ' Αγιον Αίμα, τ' Αγιον Σώμα
Λες πως θε να ξαναβγεί
Η κατάρα που είχε αφήσει
Λίγο πριν να αδικηθεί
Εις οποίον δεν πολεμήσει
Και ημπορεί να πολεμεί
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
Εις το πέλαγο, εις τη γη
Και μουγκρίζοντας ανάβει
Την αιώνιαν αστραπή
Η καρδιά συχνοσπαράζει...
Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
Να σωπάσω με προστάζει
Με το δάκτυλο η θεά
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
Τρεις φορές μ' ανησυχιά
Προσηλώνεται κατόπι
Στην Ελλάδα, και αρχινά
Στην Ελλάδα, και αρχινά
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
Τρεις φορές μ' ανησυχιά
Προσηλώνεται κατόπι
Προσηλώνεται κατόπι
Στην Ελλάδα, και αρχινά
''Παλληκάρια μου!'' Οι πολέμιοι
Για σας όλοι είναι χαρά
Και το γόνα σας δεν τρέμει
Στους κινδύνους εμπροστά...
Απ' εσάς απομακραίνει
Κάθε δύναμη εχθρική
Αλλ' ανίκητη μια μένει
Που τες δάφνες σας μαδεί
Μία, που όταν ωσάν λύκοι
Ξαναρχόστενε ζεστοί
Κουραμένοι από τη νίκη
Αχ! Τον νουν σας τυραννεί
Η Διχόνοια που Βαστάει
Ένα σκήπτρο η δολερή
Καθενός χαμογελάει
Πάρ' το, λέγοντας, και συ
[Κουπλέ 30]
Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
Έχει αλήθεια ωραία θωριά
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
Εισέ δάκρυα θλιβερά
Από στόμα οπού φθονάει
Παλληκάρια, ας μην πωθεί
Πως το χέρι σας κτυπάει
Του αδελφού την κεφαλή
Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!
Καταστήστε ένα σταυρό
Και φωνάξετε με μία:
''Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ.''
Το σημείον που προσκυνάτε
Είναι τούτο, και γι ' αυτό
Ματωμένους μας κοιτάτε
Στον αγώνα το σκληρό
Ακατάπαυστα το βρίζουν
Τα σκυλιά και το πατούν
Και τα τέκνα του αφανίζουν
Και την πίστη αναγελούν
Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
Αίμα αθώο χριστιανικό
Που φωνάζει από τα βάθη
Της νυκτός: Να κδικηθώ
Να κδικηθώ!
Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
Του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αίωνες
Και δεν έπαυσε στιγμή
Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
Σαν του Αβέλ καταβοά
Δεν είν' φύσημα του αέρος
Που σφυρίζει εις τα μαλλιά
Τι θα κάμετε; θ' αφήστε
Να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν, ή θα την λύστε
Εξ αιτίας Πολιτικής;
Τούτο ανίσως μελετάτε
Ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό
Βασιλείς! Ελάτε, ελάτε
Και κτυπήσετε κι εδώ''